- καθημερώ
- καθημερῶ, -όω (Α)1. καταπραΰνω, γαληνεύω, ημερεύω («καθημερῶ τὴν ψυχήν», Πορφ.)2. μέσ. καθημεροῡμαι, -όομαικατευνάζω, καθησυχάζω3. παθ. (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἡμερ-ῶ (< ἥμερος)].
Dictionary of Greek. 2013.